χρωματομετρία

χρωματομετρία
χρωματομετρία, η και χρωμομετρία, η
1. ο καθορισμός με το χρωματόμετρο της περιεκτικότητας των διαλυμάτων σε χρωστική ουσία.
2. κλάδος της αστρονομίας που ασχολείται με τα χρώματα των ουράνιων σωμάτων.
3. κλάδος της οπτικής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρωματομετρία — Oνομάζεται και χρωμομετρία. Μέθοδος με την οποία προσδιορίζονται μετρητά οι τρεις χαρακτηριστικοί παράμετροι ενός ορισμένου χρώματος, δηλαδή η λάμψη, ο τόνος και η καθαρότητα. Για τον σκοπό αυτό, και γενικότερα για μια άμεση μέτρηση,… …   Dictionary of Greek

  • χρωματομετρικός — ή, ό, Ν [χρωματομετρία] χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρωματομετρία …   Dictionary of Greek

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • χρωμομετρία — η, Ν βλ. χρωματομετρία …   Dictionary of Greek

  • χρωμομετρία — η βλ. χρωματομετρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”