- χρωματομετρία
- χρωματομετρία, η και χρωμομετρία, η1. ο καθορισμός με το χρωματόμετρο της περιεκτικότητας των διαλυμάτων σε χρωστική ουσία.2. κλάδος της αστρονομίας που ασχολείται με τα χρώματα των ουράνιων σωμάτων.3. κλάδος της οπτικής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.